- πρωτόρρυτος
- -ον, Ααυτός που ρέει για πρώτη φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. μελί-ρρυτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτόρρυτον — πρωτόρρυτος flowing first masc/fem acc sg πρωτόρρυτος flowing first neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτορρύτου — πρωτόρρυτος flowing first masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτορρύτους — πρωτόρρυτος flowing first masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)